I. when [(h)wen] ΕΠΊΡΡ
II. when [(h)wen] ΣΎΝΔ
1. when (at, during the time):
3. when (whenever):
- when
-
4. when (and just then):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.