poli·tics [ˈpɒlətɪks] ΟΥΣ πλ
1. politics + ενικ ρήμα:
3. politics + ενικ ρήμα (within group):
- office politics
-
4. politics + ενικ ρήμα βρετ (political science):
- politics
- politologija θηλ
par·ty ˈpoli·tics ΟΥΣ + ενικ/πλ ρήμα
- party politics
-
par·ish-pump ˈpoli·tics ΟΥΣ + ενικ/πλ ρήμα βρετ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- polish
- polished
- polite
- politeness
- politic
- politics
- polka
- poll
- pollard
- pollen
- pollen count