I. lo·cal [ˈləʊkəl] ΕΠΊΘ
II. lo·cal [ˈləʊkəl] ΟΥΣ
3. local αμερικ (trade union):
- local
-
lo·cal an·aes·ˈthet·ic ΟΥΣ
- local anaesthetic
-
ˈlo·cal call ΟΥΣ
- local call
-
lo·cal ˈgov·ern·ment ΟΥΣ
- local government of towns
-
- local government of counties
-
- local government βρετ
-
- local government of municipalities
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.