στο λεξικό PONS
I. along·side [əˌlɒŋˈsaɪd, αμερικ -ˈlɑ:ŋ-] ΠΡΌΘ
1. alongside (beside):
free along·side ˈship ΕΠΊΘ αμετάβλ ΕΜΠΌΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.