στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. alone [βρετ əˈləʊn, αμερικ əˈloʊn] ΕΠΊΘ mai attrib.
1. alone (on one's own):
- alone
-
II. alone [βρετ əˈləʊn, αμερικ əˈloʊn] ΕΠΊΡΡ
2. alone (exclusively):
- alone
-
- alone
-
stand-alone [βρετ ˈstandələʊn, αμερικ ˈstænd əˌloʊn] ΕΠΊΘ Η/Υ
- stand-alone
-
στο λεξικό PONS
I. alone [ə·ˈloʊn] ΕΠΊΘ
II. alone [ə·ˈloʊn] ΕΠΊΡΡ
- alone
-
standalone ΟΥΣ, stand-alone [ˈstæn·də·ˌloʊn] ΕΠΊΘ Η/Υ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.