στο λεξικό PONS
-
- Generaldirektor(in) αρσ (θηλ) <-s, -en; -, -nen>
-
- Generaldirektor(in) αρσ (θηλ) <-s, -en; -, -nen> A, CH
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.