I. ent·schlos·sen [əntˈʃlɔsn̩] ΡΉΜΑ
entschlossen μετ παρακειμ: entschließen
II. ent·schlos·sen [əntˈʃlɔsn̩] ΕΠΊΘ (zielbewusst)
III. ent·schlos·sen [əntˈʃlɔsn̩] ΕΠΊΡΡ
- entschlossen
-
- entschlossen
-
ent·schlie·ßen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα ανώμ (sich entscheiden)
ent·schlie·ßen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα ανώμ (sich entscheiden)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.