στο λεξικό PONS
I. way [weɪ] ΟΥΣ
1. way (road):
2. way (route):
3. way μτφ (be just doing):
4. way μτφ οικ (coming in/disappear):
5. way (distance):
6. way (facing direction):
7. way (direction):
8. way (manner):
9. way (respect):
10. way no pl (free space):
11. way (method):
12. way (habit):
13. way no pl (condition):
14. way (desire):
ιδιωτισμοί:
II. way [weɪ] ΕΠΊΡΡ
1. way οικ (used for emphasis):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
right ΟΥΣ
- right to be given information ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Auskunftsrecht ουδ
- right to be given information ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
right ΟΥΣ
-
- Mitspracherecht ουδ
right ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Anrecht ουδ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- get in
- get in lane
- get into
- get off
- get off with
- get right of way
- get round
- get through
- get to
- get together
- get-together