στο λεξικό PONS




I. way [weɪ] ΟΥΣ
1. way (road):
2. way (route):
3. way μτφ (be just doing):
4. way μτφ οικ (coming in/disappear):
5. way (distance):
6. way (facing direction):
7. way (direction):
8. way (manner):
9. way (respect):
10. way no pl (free space):
11. way (method):
12. way (habit):
13. way no pl (condition):
14. way (desire):
ιδιωτισμοί:
II. way [weɪ] ΕΠΊΡΡ
1. way οικ (used for emphasis):
road ΟΥΣ
-
- Landstraße θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS




Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
two way road ΥΠΟΔΟΜΉ


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.