στο λεξικό PONS
liq·uid·ity [lɪˈkwɪdəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
1. liquidity ΧΗΜ:
2. liquidity ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
euro [ˈjʊərəʊ, αμερικ ˈjʊroʊ] ΟΥΣ
I. in [ɪn] ΠΡΌΘ
1. in (position):
2. in after ρήμα (into):
3. in αμερικ (at):
4. in (as part of):
5. in (state, condition):
6. in (with):
7. in (language, music, voice):
8. in (time: during):
9. in (time: within):
10. in (time: for):
11. in (at a distance of):
12. in (job, profession):
13. in (wearing):
14. in (result):
15. in + -ing (while doing):
16. in (with quantities):
17. in (comparing amounts):
18. in after ρήμα (concerning):
19. in after ουσ:
20. in (in a person):
21. in (author):
ιδιωτισμοί:
II. in [ɪn] ΕΠΊΡΡ
1. in αμετάβλ (into sth):
2. in αμετάβλ (at arrival point) train, bus:
3. in αμετάβλ (towards land):
5. in αμετάβλ (elected):
III. in [ɪn] ΕΠΊΘ
1. in κατηγορ, αμετάβλ:
2. in αμετάβλ (leading in):
3. in αμετάβλ (in fashion):
4. in κατηγορ, αμετάβλ (submitted):
5. in κατηγορ, αμετάβλ (elected):
6. in κατηγορ, αμετάβλ ΑΘΛ (within bounds):
ιδιωτισμοί:
IV. in [ɪn] ΟΥΣ
1. in (connection):
2. in αμερικ ΠΟΛΙΤ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
liquidity in euro ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
EURO.NM ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
liquidity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.