στο λεξικό PONS
I. na·ti·o·nal [natsi̯oˈna:l] ΕΠΊΘ
1. national (die Nation betreffend):
2. national (patriotisch):
II. na·ti·o·nal [natsi̯oˈna:l] ΕΠΊΡΡ
dual na·tion·al ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
National Credit Union Administration ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
National Association of Securities Dealers ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.