στο λεξικό PONS
O <pl 's>, o <pl 's [or -s]> [əʊ, αμερικ oʊ] ΟΥΣ
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
o' [ə] ΠΡΌΘ
o' συντομογραφία: of
w/o ΠΡΌΘ
w/o συντομογραφία: without
- w/o
- o.
I. with·out [wɪˈðaʊt, αμερικ also -θaʊt] ΠΡΌΘ
1. without (not having, not wearing):
2. without (no occurrence of):
3. without (no feeling of):
4. without (not with):
5. without ΝΟΜ:
O. αμερικ
O συντομογραφία: Ohio
jack-o'-ˈlan·tern ΟΥΣ αμερικ
-
- Kürbislaterne θηλ
five-o ΟΥΣ
-
- Schnüffler οικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
E&O, net phrase ΛΟΓΙΣΤ
euro I.O.U. ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
water molecule (H₃O) ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
O-D study ΔΗΜΟΣΚ
origin and destination survey, origin-destination study, O-D study ΔΗΜΟΣΚ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.