στο λεξικό PONS
Werk <-[e]s, -e> [vɛrk] ΟΥΣ ουδ
3. Werk kein πλ τυπικ (Arbeit):
E-Werk [ˈe:vɛrk] ΟΥΣ ουδ
E-Werk → Elektrizitätswerk
Elek·tri·zi·täts·werk <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
1. Elektrizitätswerk ΗΛΕΚ (Anlage):
2. Elektrizitätswerk → Elektrizitätsgesellschaft
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ab Werk phrase ΕΜΠΌΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.