στο λεξικό PONS
I. hit [hɪt] ΟΥΣ
1. hit (blow):
2. hit (verbal blow):
3. hit (shot):
4. hit (collision):
5. hit (success):
II. hit [hɪt] ΟΥΣ modifier
III. hit <-tt-, hit, hit> [hɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hit (strike):
2. hit (come in contact):
4. hit (crash into):
5. hit (with missile):
6. hit ΑΘΛ:
7. hit (affect negatively):
8. hit οικ (arrive at):
9. hit οικ (go to):
10. hit (encounter):
11. hit (occur to):
12. hit (produce):
ιδιωτισμοί:
IV. hit [hɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
3. hit (attack):
-
- jdn attackieren a. μτφ
I. out [aʊt] ΕΠΊΘ
1. out αμετάβλ, κατηγορ:
2. out αμετάβλ, κατηγορ (outside):
3. out αμετάβλ, κατηγορ (on the move):
5. out αμετάβλ, κατηγορ (available):
6. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (existing):
7. out αμετάβλ, κατηγορ (known):
8. out αμετάβλ, κατηγορ:
9. out αμετάβλ, κατηγορ (finished):
10. out αμετάβλ, κατηγορ ΑΘΛ:
11. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
12. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
13. out αμετάβλ, κατηγορ (not possible):
15. out αμετάβλ, κατηγορ (inaccurate):
16. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (in search of):
19. out αμετάβλ, κατηγορ debutante:
II. out [aʊt] ΕΠΊΡΡ
1. out αμετάβλ:
2. out αμετάβλ:
3. out αμετάβλ (away from home, for a social activity):
4. out αμετάβλ:
5. out αμετάβλ (fully, absolutely):
6. out αμετάβλ (aloud):
7. out αμετάβλ (to an end, finished):
8. out αμετάβλ (out of prison):
-
- jdn freilassen
9. out αμετάβλ (unconscious):
10. out αμετάβλ (dislocated):
11. out αμετάβλ (open):
12. out αμετάβλ (outdated):
15. out αμετάβλ (at a distant place):
16. out αμετάβλ (towards a distant place):
III. out [aʊt] ΡΉΜΑ μεταβ
| I | hit out |
|---|---|
| you | hit out |
| he/she/it | hits out |
| we | hit out |
| you | hit out |
| they | hit out |
| I | hit out |
|---|---|
| you | hit out |
| he/she/it | hit out |
| we | hit out |
| you | hit out |
| they | hit out |
| I | have | hit out |
|---|---|---|
| you | have | hit out |
| he/she/it | has | hit out |
| we | have | hit out |
| you | have | hit out |
| they | have | hit out |
| I | had | hit out |
|---|---|---|
| you | had | hit out |
| he/she/it | had | hit out |
| we | had | hit out |
| you | had | hit out |
| they | had | hit out |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.