στο λεξικό PONS
sov·er·eign ˈgood ΟΥΣ no pl
I. sov·er·eign [ˈsɒvərɪn, αμερικ ˈsɑ:vrən] ΟΥΣ
II. sov·er·eign [ˈsɒvərɪn, αμερικ ˈsɑ:vrən] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. sovereign (chief):
2. sovereign (thorough):
4. sovereign (good):
I. good <better, best> [gʊd] ΕΠΊΘ
1. good (of high quality):
2. good (skilled):
3. good (pleasant):
4. good (appealing to senses):
5. good (favourable):
6. good (beneficial):
7. good (useful):
8. good (on time):
10. good αμετάβλ (kind):
11. good (moral):
12. good (well-behaved):
13. good προσδιορ, αμετάβλ (thorough):
14. good κατηγορ, αμετάβλ banknote:
15. good προσδιορ, αμετάβλ (substantial):
17. good κατηγορ, αμετάβλ (able to provide):
18. good (almost, virtually):
19. good προσδιορ, αμετάβλ (to emphasize):
21. good (in exclamations):
22. good προσδιορ, αμετάβλ (said to express affection):
ιδιωτισμοί:
II. good [gʊd] ΕΠΊΡΡ
1. good esp αμερικ ιδιωμ οικ (well):
III. good [gʊd] ΟΥΣ no pl
1. good (moral force):
2. good (benefit):
3. good (purpose):
4. good (profit):
5. good (ability):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.