στο λεξικό PONS
Pro·fit <-[e]s, -e> [proˈfɪt, -ˈfi:t] ΟΥΣ αρσ
- Profit
- profit
Non-Pro·fit-Un·ter·neh·men [ˌnɒnˈprɒfɪt-] ΟΥΣ ουδ
- Non-Profit-Unternehmen
-
- Non-Profit-Unternehmen
-
- Profit kapitalisieren
-
-
- Profit αρσ <-(e)s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
- non-profit organisation
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.