στο λεξικό PONS
I. sinn·voll ΕΠΊΘ
1. sinnvoll (zweckmäßig):
2. sinnvoll (Erfüllung bietend):
- sinnvoll
-
3. sinnvoll (eine Bedeutung habend):
- sinnvoll
-
- sinnvoll
-
II. sinn·voll ΕΠΊΡΡ
- sinnvoll
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- energetisch nicht sinnvoll
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.