στο λεξικό PONS
I. mehr [me:ɐ̯] ΆΡΘ αόρ ενικ, πλ
mehr συγκρ: viel
II. mehr [me:ɐ̯] ΑΝΤΩΝ αόρ ενικ, πλ συγκρ: viel
III. mehr [me:ɐ̯] ΕΠΊΡΡ
1. mehr siehe auch Verb (stärker):
2. mehr siehe auch Verb (besser):
3. mehr siehe auch Verb (umfangreicher):
4. mehr (eher):
5. mehr + Verneinung (ab jetzt):
6. mehr A, ιδιωμ (noch):
I. viel [fi:l] ΑΝΤΩΝ αόρ ενικ
II. viel [fi:l] ΆΡΘ αόρ ενικ
III. viel <mehr, meiste> [fi:l] ΕΠΊΘ
1. viel ενικ, προσδιορ, αμετάβλ:
2. viel ενικ, προσδιορ:
3. viel ενικ, προσδιορ:
4. viel ενικ, allein stehend, αμετάβλ:
5. viel πλ, προσδιορ:
6. viel πλ, allein stehend:
7. viel mit vorangestelltem Vergleichsadverb:
IV. viel <mehr, am meisten> [fi:l] ΕΠΊΡΡ
1. viel (häufig):
2. viel (wesentlich):
Süd·chi·ne·si·sches Meer ΟΥΣ ουδ
Tyr·rhe·ni·sches Meer [ty:ɐ̯ˈre:nɪʃəs -] ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Mean Reversion ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
MERM ΟΥΣ ουδ
MERM συντομογραφία: Multilateral Exchange Rate Model ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Mega-Zertifikat ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
CAT ΟΥΣ ουδ E-COMM
ECOFIN-Rat ΟΥΣ αρσ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Real-Time-Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.