-
- Amateur-
-
- Amateur(in) αρσ (θηλ) <-s, -e>
- amateur
- Amateur(in) αρσ (θηλ) <-s, -e>
- amateur (non-professional) athlete, tennis player
- Amateur-
-
- Amateur(in) αρσ (θηλ) <-s, -e>
-
- Amateur(in) αρσ (θηλ) <-s, -e>
-
- Amateur(in) αρσ (θηλ) <-s, -e>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.