I. klein <kleiner, am kleinsten> [klain] ΕΠΊΘ
1. klein (von geringer Größe):
2. klein (Kleidung):
3. klein:
9. klein (geringfügig):
10. klein:
12. klein (weniger intensiv):
13. klein ΜΑΘ:
ιδιωτισμοί:
II. klein <kleiner, am kleinsten> [klain] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.