I. flei·ßig [ˈflaisɪç] ΕΠΊΘ
II. flei·ßig [ˈflaisɪç] ΕΠΊΡΡ
1. fleißig (arbeitsam):
2. fleißig οικ (unverdrossen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.