στο λεξικό PONS
I. easy <-ier, -iest [or more easy, most easy]> [ˈi:zi] ΕΠΊΘ
1. easy (not difficult):
2. easy (effortless):
3. easy:
4. easy (not worried):
6. easy (relaxed):
9. easy ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (lower priced):
II. easy <-ier, -iest [or more easy, most easy]> [ˈi:zi] ΕΠΊΡΡ
1. easy (cautiously):
2. easy (in a relaxed manner):
ˈeasy-care ΕΠΊΘ αμετάβλ
easy-peasy [ˌi:ziˈpi:zi] ΕΠΊΘ αμετάβλ βρετ οικ
-
- babyleicht οικ
easy ˈlis·ten·ing ΟΥΣ no pl
easy-to-ˈuse ΕΠΊΘ προσδιορ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
easy ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
easy money policy ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
easy to grow
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.