I. be·quem [bəˈkve:m] ΕΠΊΘ
1. bequem (angenehm):
II. be·quem [bəˈkve:m] ΕΠΊΡΡ
2. bequem (angenehm):
bequem ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.