στο λεξικό PONS
flat ˈout ΕΠΊΡΡ οικ
1. flat out αμερικ (absolutely):
2. flat out (vigorously):
flat-ˈout ΕΠΊΘ αμερικ οικ
1. flat-out (absolute):
2. flat-out (vigorous):
I. flat1 <-tt-> [flæt] ΕΠΊΘ
1. flat:
4. flat προσδιορ, αμετάβλ μτφ (absolute):
5. flat also μτφ μειωτ (dull):
6. flat ΛΟΓΟΤ:
8. flat (tasteless):
10. flat (deflated):
11. flat ΕΜΠΌΡ, ΟΙΚΟΝ (not active):
13. flat ΜΟΥΣ:
14. flat προσδιορ, αμετάβλ ΕΜΠΌΡ (fixed):
II. flat1 <-tt-> [flæt] ΕΠΊΡΡ
1. flat (horizontally):
2. flat (levelly):
3. flat αμετάβλ οικ (absolutely):
4. flat αμετάβλ οικ (completely):
III. flat1 [flæt] ΟΥΣ
1. flat (level surface):
2. flat (level ground):
3. flat ΓΕΩΓΡ (land):
4. flat ΜΟΥΣ:
5. flat βρετ ΑΘΛ:
6. flat ΘΈΑΤ (scenery):
-
- Schiebewand θηλ
flat2 [flæt] ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
I. out [aʊt] ΕΠΊΘ
1. out αμετάβλ, κατηγορ:
2. out αμετάβλ, κατηγορ (outside):
3. out αμετάβλ, κατηγορ (on the move):
5. out αμετάβλ, κατηγορ (available):
6. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (existing):
7. out αμετάβλ, κατηγορ (known):
8. out αμετάβλ, κατηγορ:
9. out αμετάβλ, κατηγορ (finished):
10. out αμετάβλ, κατηγορ ΑΘΛ:
11. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
12. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
13. out αμετάβλ, κατηγορ (not possible):
15. out αμετάβλ, κατηγορ (inaccurate):
16. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (in search of):
19. out αμετάβλ, κατηγορ debutante:
II. out [aʊt] ΕΠΊΡΡ
1. out αμετάβλ:
2. out αμετάβλ:
3. out αμετάβλ (away from home, for a social activity):
4. out αμετάβλ:
5. out αμετάβλ (fully, absolutely):
6. out αμετάβλ (aloud):
7. out αμετάβλ (to an end, finished):
8. out αμετάβλ (out of prison):
-
- jdn freilassen
9. out αμετάβλ (unconscious):
10. out αμετάβλ (dislocated):
11. out αμετάβλ (open):
12. out αμετάβλ (outdated):
15. out αμετάβλ (at a distant place):
16. out αμετάβλ (towards a distant place):
III. out [aʊt] ΡΉΜΑ μεταβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
| I | out |
|---|---|
| you | out |
| he/she/it | outs |
| we | out |
| you | out |
| they | out |
| I | outed |
|---|---|
| you | outed |
| he/she/it | outed |
| we | outed |
| you | outed |
| they | outed |
| I | have | outed |
|---|---|---|
| you | have | outed |
| he/she/it | has | outed |
| we | have | outed |
| you | have | outed |
| they | have | outed |
| I | had | outed |
|---|---|---|
| you | had | outed |
| he/she/it | had | outed |
| we | had | outed |
| you | had | outed |
| they | had | outed |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.