στο λεξικό PONS
I. pau·schal [pauˈʃa:l] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Pauschale ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
- Pauschale (Pauschalbetrag)
-
pauschale Zuweisung phrase ΚΡΆΤΟς
- pauschale Zuweisung (Subvention, Unterstützung)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.