στο λεξικό PONS
in·clu·sive [ɪnˈklu:sɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. inclusive (containing):
2. inclusive after ουσ (including limits):
gen·der-in·ˈclu·sive ΕΠΊΘ
- gender-inclusive
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
all-inclusive management fee ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.