στο λεξικό PONS
Glät·te <-> [ˈglɛtə] ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Glätte (Ebenheit):
2. Glätte (Rutschigkeit):
- Glätte von Straße, Weg etc.
-
3. Glätte μτφ (aalglatte Art):
I. glatt <-er [o. οικ glätter], -este [o. οικ glätteste]> [glat] ΕΠΊΘ
1. glatt (eben):
3. glatt (problemlos):
4. glatt προσδιορ οικ (eindeutig):
II. glatt <-er [o. οικ glätter], -este [o. οικ glätteste]> [glat] ΕΠΊΡΡ οικ (rundweg)
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.