στο λεξικό PONS
stock·ing [ˈstɒkɪŋ, αμερικ ˈstɑ:k-] ΟΥΣ
2. stocking dated:
stocking ΟΥΣ
sur·gi·cal ˈstock·ing ΟΥΣ
- surgical stocking
- Stützstrumpf αρσ
ˈstock·ing mask ΟΥΣ
- stocking mask
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
stock chart ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Aktienchart αρσ o ουδ
common stock ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Stammaktie θηλ
growth stock ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
stock valuation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
cash stock ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
stock trend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Aktientrend αρσ
stock fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Aktienfonds αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
fish stock ΟΥΣ
root stock ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
rolling stock ΔΗΜ ΣΥΓΚ
- Fahrzeugpark ΔΗΜ ΣΥΓΚ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.