un·ruf·fled [ʌnˈrʌfl̩d] ΕΠΊΘ
1. unruffled (not agitated):
2. unruffled (not ruffled up):
- unruffled
-
-
- unruffled λογοτεχνικό
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.