I. un·be·ein·druckt [ˈʊnbəʔaindrʊkt] ΕΠΊΘ
- unbeeindruckt
-
- unbeeindruckt
-
II. un·be·ein·druckt [ˈʊnbəʔaindrʊkt] ΕΠΊΡΡ
- unbeeindruckt
-
-
- unbeeindruckt
-
- unbeeindruckt
-
- unbeeindruckt
-
- unbeeindruckt
-
- unbeeindruckt
-
- unbeeindruckt
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.