I. un·be·fan·gen [ˈʊnbəfaŋən] ΕΠΊΘ
II. un·be·fan·gen [ˈʊnbəfaŋən] ΕΠΊΡΡ
1. unbefangen (unvoreingenommen):
2. unbefangen (nicht gehemmt):
- unbefangen
-
-
- unbefangen
-
- unbefangen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.