un·in·hib·it·ed [ˌʌnɪnˈhɪbɪtɪd, αμερικ -t̬ɪd] ΕΠΊΘ
1. uninhibited usu επιβεβαιωτ (unselfconscious):
- uninhibited
-
2. uninhibited (unconstrained):
- uninhibited
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.