un·checked [ʌnˈtʃekt] ΕΠΊΘ
1. unchecked (unrestrained):
- unchecked
-
2. unchecked (not examined):
- unchecked
-
3. unchecked ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
- unchecked ticket
-
-
- unchecked
-
- unchecked
-
- unchecked
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.