στο λεξικό PONS
 
  
 I. worn [wɔ:n, αμερικ wɔ:rn] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ
worn μετ παρακειμ: wear
II. worn [wɔ:n, αμερικ wɔ:rn] ΕΠΊΘ
I. wear [weəʳ, αμερικ wer] ΟΥΣ
1. wear (clothing):
2. wear (amount of use):
II. wear <wore, worn> [weəʳ, αμερικ wer] ΡΉΜΑ μεταβ
1. wear (have on body):
2. wear (make a hole):
III. wear <wore, worn> [weəʳ, αμερικ wer] ΡΉΜΑ αμετάβ
well-ˈworn ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. well-worn (damaged by wear):
-  well-worn clothes
-  
2. well-worn μτφ (overused):
-  well-worn
-  abgedroschen οικ
ˈweath·er-worn ΕΠΊΘ
-  weather-worn
-  
I. wear [weəʳ, αμερικ wer] ΟΥΣ
1. wear (clothing):
2. wear (amount of use):
II. wear <wore, worn> [weəʳ, αμερικ wer] ΡΉΜΑ μεταβ
1. wear (have on body):
2. wear (make a hole):
III. wear <wore, worn> [weəʳ, αμερικ wer] ΡΉΜΑ αμετάβ
ˈbrid·al wear ΟΥΣ
well-worn ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 