I. mü·de [ˈmy:də] ΕΠΊΘ
1. müde (schlafbedürftig):
II. mü·de [ˈmy:də] ΕΠΊΡΡ
Mark1 <-, - [o. χιουμ Märker]> [ˈmark, πλ ˈmɛrkɐ] ΟΥΣ θηλ ΙΣΤΟΡΊΑ
Mark3 <-, -en> [ˈmark] ΟΥΣ θηλ
Mark2 <-[e]s> [ˈmark] ΟΥΣ ουδ kein πλ
1. Mark (Knochenmark):
2. Mark ΒΟΤ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.