στο λεξικό PONS
In·ten·si·tät <-, -en> [ɪntɛnziˈtɛ:t] ΟΥΣ θηλ πλ selten
1. Intensität (Stärke, Eindringlichkeit):
- Intensität
-
- Intensität
-
2. Intensität ΦΥΣ:
- Intensität
-
- clearness of a glance, look
- Intensität θηλ <-, -en>
-
- Intensität θηλ <-, -en>
- intensity of feelings
- Intensität θηλ <-, -en>
- acuteness of pain
- Intensität θηλ <-, -en>
-
- Intensität θηλ <-, -en>
-
- Intensität θηλ <-, -en>
- lusciousness of colour
- Intensität θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.