στο λεξικό PONS
theo·ry of rela·ˈtiv·ity ΟΥΣ ΦΥΣ
rela·tiv·ity [ˌreləˈtɪvəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
1. relativity (condition):
2. relativity (theory):
theo·ry [ˈθɪəri, αμερικ ˈθi:ə-] ΟΥΣ
1. theory no pl (rules):
of [ɒv, əv, αμερικ ɑ:v, ʌv, əv] ΠΡΌΘ
1. of after ουσ (belonging to):
2. of after ουσ (expressing relationship):
3. of after ουσ (expressing a whole's part):
4. of after ουσ (expressing quantities):
5. of after ρήμα (consisting of):
8. of after ουσ (done to):
9. of after ουσ (suffered by):
10. of (expressing cause):
11. of (expressing origin):
12. of after ρήμα (concerning):
13. of after ουσ (expressing condition):
14. of after ουσ (expressing position):
15. of after ουσ (with respect to scale):
16. of (expressing age):
17. of after ουσ (denoting example of category):
18. of after ουσ (typical of):
19. of after ουσ (expressing characteristic):
20. of after ουσ (away from):
21. of after ουσ (in time phrases):
22. of after ρήμα (expressing removal):
23. of after ουσ (apposition):
24. of dated (during):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- theoretician
- theorist
- theorize
- theory
- theory of continuity
- theory of relativity
- theosophical
- theosophist
- theosophy
- The Pennines
- therapeutic