στο λεξικό PONS
I. top2 [tɒp, αμερικ tɑ:p] ΟΥΣ
1. top (highest part):
2. top (upper surface):
3. top no pl (highest rank):
4. top ΜΌΔΑ:
5. top (head end):
7. top (lid):
8. top (in addition to):
ιδιωτισμοί:
II. top2 [tɒp, αμερικ tɑ:p] ΕΠΊΘ
1. top προσδιορ, αμετάβλ (highest):
2. top (best):
3. top (most successful):
IV. top2 <-pp-> [tɒp, αμερικ tɑ:p] ΡΉΜΑ μεταβ
1. top (be at top of):
2. top (cover):
3. top (surpass):
I. out [aʊt] ΕΠΊΘ
1. out αμετάβλ, κατηγορ:
2. out αμετάβλ, κατηγορ (outside):
3. out αμετάβλ, κατηγορ (on the move):
5. out αμετάβλ, κατηγορ (available):
6. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (existing):
7. out αμετάβλ, κατηγορ (known):
8. out αμετάβλ, κατηγορ:
9. out αμετάβλ, κατηγορ (finished):
10. out αμετάβλ, κατηγορ ΑΘΛ:
11. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
12. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
13. out αμετάβλ, κατηγορ (not possible):
15. out αμετάβλ, κατηγορ (inaccurate):
16. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (in search of):
19. out αμετάβλ, κατηγορ debutante:
II. out [aʊt] ΕΠΊΡΡ
1. out αμετάβλ:
2. out αμετάβλ:
3. out αμετάβλ (away from home, for a social activity):
4. out αμετάβλ:
5. out αμετάβλ (fully, absolutely):
6. out αμετάβλ (aloud):
7. out αμετάβλ (to an end, finished):
8. out αμετάβλ (out of prison):
-
- jdn freilassen
9. out αμετάβλ (unconscious):
10. out αμετάβλ (dislocated):
11. out αμετάβλ (open):
12. out αμετάβλ (outdated):
15. out αμετάβλ (at a distant place):
16. out αμετάβλ (towards a distant place):
III. out [aʊt] ΡΉΜΑ μεταβ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
| I | top out |
|---|---|
| you | top out |
| he/she/it | tops out |
| we | top out |
| you | top out |
| they | top out |
| I | topped out |
|---|---|
| you | topped out |
| he/she/it | topped out |
| we | topped out |
| you | topped out |
| they | topped out |
| I | have | topped out |
|---|---|---|
| you | have | topped out |
| he/she/it | has | topped out |
| we | have | topped out |
| you | have | topped out |
| they | have | topped out |
| I | had | topped out |
|---|---|---|
| you | had | topped out |
| he/she/it | had | topped out |
| we | had | topped out |
| you | had | topped out |
| they | had | topped out |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.