 
  
 half-ˈheart·ed·ness ΟΥΣ
 
  
 Halb·her·zig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Lau·heit <-> [ˈlauhait] ΟΥΣ θηλ kein πλ τυπικ
2. Lauheit (Halbherzigkeit):
-  
-  lukewarmness no πλ
I. mehr [me:ɐ̯] ΆΡΘ αόρ ενικ, πλ
mehr συγκρ: viel
II. mehr [me:ɐ̯] ΑΝΤΩΝ αόρ ενικ, πλ συγκρ: viel
III. mehr [me:ɐ̯] ΕΠΊΡΡ
1. mehr siehe auch Verb (stärker):
2. mehr siehe auch Verb (besser):
3. mehr siehe auch Verb (umfangreicher):
4. mehr (eher):
5. mehr + Verneinung (ab jetzt):
6. mehr A, ιδιωμ (noch):
I. viel [fi:l] ΑΝΤΩΝ αόρ ενικ
II. viel [fi:l] ΆΡΘ αόρ ενικ
III. viel <mehr, meiste> [fi:l] ΕΠΊΘ
1. viel ενικ, προσδιορ, αμετάβλ:
2. viel ενικ, προσδιορ:
3. viel ενικ, προσδιορ:
4. viel ενικ, allein stehend, αμετάβλ:
5. viel πλ, προσδιορ:
6. viel πλ, allein stehend:
7. viel mit vorangestelltem Vergleichsadverb:
IV. viel <mehr, am meisten> [fi:l] ΕΠΊΡΡ
1. viel (häufig):
2. viel (wesentlich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- half-dead
- half-decent
- half-dozen
- half-dressed
- half-empty
- half-heartedness
- half holiday
- half-hour
- half-hourly
- half-inch
- half-joke
