στο λεξικό PONS
I. less [les] ΕΠΊΡΡ συγκρ of little
II. less [les] ΕΠΊΘ
1. less συγκρ of little
2. less (non-standard use of fewer):
III. less [les] ΑΝΤΩΝ αόρ
1. less (smaller amount):
2. less non-standard (fewer):
ιδιωτισμοί:
IV. less [les] ΠΡΌΘ
I. lit·tle <smaller [or -r], smallest [or -st]> [ˈlɪtl̩, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. little (small):
2. little (young):
4. little <less, least> time:
5. little προσδιορ, αμετάβλ (trivial):
6. little (not much):
II. lit·tle <less, least> [ˈlɪtl̩, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΡΡ
2. little (hardly):
III. lit·tle [ˈlɪtl̩, αμερικ -t̬-] ΑΝΤΩΝ
1. little (small quantity):
2. little (not much):
3. little (distance):
4. little (time):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
less powerful
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.