στο λεξικό PONS
ge·flo·gen [gəˈflo:gn̩] ΡΉΜΑ
geflogen μετ παρακειμ: fliegen
I. flie·gen <fliegt, flog, geflogen> [ˈfli:gn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein
2. fliegen (im Flugzeug):
3. fliegen αργκ (hinausgeworfen werden):
8. fliegen (geworfen werden):
II. flie·gen <fliegt, flog, geflogen> [ˈfli:gn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
I. flie·gen <fliegt, flog, geflogen> [ˈfli:gn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein
2. fliegen (im Flugzeug):
3. fliegen αργκ (hinausgeworfen werden):
8. fliegen (geworfen werden):
II. flie·gen <fliegt, flog, geflogen> [ˈfli:gn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.