στο λεξικό PONS
ˈhigh day ΟΥΣ βρετ
day [deɪ] ΟΥΣ
1. day (24 hours):
2. day ΟΙΚΟΝ (work period):
3. day (not night):
4. day (former time):
5. day no pl (present):
6. day (life):
7. day (special date):
ιδιωτισμοί:
I. high [haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (altitude):
2. high (above average):
3. high (of large numerical value):
4. high (important):
5. high (noble):
7. high (intense):
9. high ΜΑΓΕΙΡ (rich):
10. high (intoxicated, euphoric):
11. high (shrill):
13. high κατηγορ (gone off):
ιδιωτισμοί:
II. high [haɪ] ΕΠΊΡΡ
1. high (position):
2. high (amount):
3. high (intensity):
III. high [haɪ] ΟΥΣ
1. high (high point):
4. high (heaven):
day ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
high ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Höchststand αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
day
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.