στο λεξικό PONS
out·ed [ˈaʊtɪd, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
- outed
- geoutet αργκ
I. out [aʊt] ΕΠΊΘ
1. out αμετάβλ, κατηγορ:
2. out αμετάβλ, κατηγορ (outside):
3. out αμετάβλ, κατηγορ (on the move):
5. out αμετάβλ, κατηγορ (available):
6. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (existing):
7. out αμετάβλ, κατηγορ (known):
8. out αμετάβλ, κατηγορ:
9. out αμετάβλ, κατηγορ (finished):
10. out αμετάβλ, κατηγορ ΑΘΛ:
11. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
12. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
13. out αμετάβλ, κατηγορ (not possible):
15. out αμετάβλ, κατηγορ (inaccurate):
16. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (in search of):
19. out αμετάβλ, κατηγορ debutante:
II. out [aʊt] ΕΠΊΡΡ
1. out αμετάβλ:
2. out αμετάβλ:
3. out αμετάβλ (away from home, for a social activity):
4. out αμετάβλ:
5. out αμετάβλ (fully, absolutely):
6. out αμετάβλ (aloud):
7. out αμετάβλ (to an end, finished):
8. out αμετάβλ (out of prison):
-
- jdn freilassen
9. out αμετάβλ (unconscious):
10. out αμετάβλ (dislocated):
11. out αμετάβλ (open):
12. out αμετάβλ (outdated):
15. out αμετάβλ (at a distant place):
16. out αμετάβλ (towards a distant place):
III. out [aʊt] ΡΉΜΑ μεταβ
drawn ˈout ΕΠΊΘ κατηγορ, drawn-ˈout ΕΠΊΘ προσδιορ
ˈburnt out, ˈburnt-out ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
worn ˈout ΕΠΊΘ κατηγορ, ˈworn-out ΕΠΊΘ προσδιορ
2. worn out (damaged):
3. worn out μτφ (used too often):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
make out ΡΉΜΑ μεταβ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
crowding out ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
pay-out ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
make out ΡΉΜΑ μεταβ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
contracting out ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
squeeze out ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
knock out ΡΉΜΑ μεταβ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
| I | out |
|---|---|
| you | out |
| he/she/it | outs |
| we | out |
| you | out |
| they | out |
| I | outed |
|---|---|
| you | outed |
| he/she/it | outed |
| we | outed |
| you | outed |
| they | outed |
| I | have | outed |
|---|---|---|
| you | have | outed |
| he/she/it | has | outed |
| we | have | outed |
| you | have | outed |
| they | have | outed |
| I | had | outed |
|---|---|---|
| you | had | outed |
| he/she/it | had | outed |
| we | had | outed |
| you | had | outed |
| they | had | outed |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.