στο λεξικό PONS
Zu·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Zuteilung (das Zuteilen):
- auf Zuteilung (rationiert)
-
2. Zuteilung (Zuweisung):
- Zuteilung
-
- Zuteilung einer Aufgabe, Rolle a.
-
- Zuteilung von Mitarbeitern
-
-
- Zuteilung θηλ <-, -en>
-
- Zuteilung θηλ <-, -en>
-
- Zuteilung θηλ <-, -en>
-
- Zuteilung θηλ <-, -en>
-
- Zuteilung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zuteilung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Zuteilung (von Wertpapieren)
-
- Zuteilung (von Wertpapieren)
-
-
- Zuteilung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.