στο λεξικό PONS
ap·por·tion·ment [əˈpɔ:ʃənmənt, αμερικ -ˈpɔ:r-] ΟΥΣ
- apportionment
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
apportionment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- apportionment (Zuteilung)
- Verrechnung θηλ
-
- apportionment
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.