Oxford Spanish Dictionary
apportionment [αμερικ əˈpɔrʃənmənt, βρετ əˈpɔːʃ(ə)nm(ə)nt] ΟΥΣ
1. apportionment:
2. apportionment αμερικ ΠΟΛΙΤ:
- apportionment
-
-
- apportionment
στο λεξικό PONS
apportionment ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- appliqué
- apply
- appoint
- appointed
- appointee
- apportionment
- apposite
- apposition
- appraisal
- appraise
- appreciable