στο λεξικό PONS
rief [ri:f]
rief παρατατ von rufen
I. ru·fen <ruft, rief, gerufen> [ˈru:fn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
4. rufen (durch ein Signal auffordern):
5. rufen (verlangen):
III. ru·fen <ruft, rief, gerufen> [ˈru:fn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
tief·grei·fend, tief grei·fend ΕΠΊΘ
tief ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
EEF ΟΥΣ αρσ
EEF συντομογραφία: Europäischer Entwicklungsfonds ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Beta ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Portfolio-Beta ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Zero-Beta-Portfolio ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Zinssatz bei Obligationen phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
BEN-Überweisung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Szenario bei ungünstigster Entwicklung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Über-Unterdruckschalter
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.