στο λεξικό PONS
Spe·ku·lant(in) <-en, -en> [ʃpekuˈlant] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Spekulant(in)
-
Spe·ku·la·ti·ons·fie·ber ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Spe·ku·la·ti·ons·bla·se ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Spe·ku·la·ti·ons·ge·winn <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Spe·ku·la·ti·ons·ob·jekt <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Le·gi·ti·ma·ti·ons·pa·pie·re ΟΥΣ
Spe·ku·la·ti·ons·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Kurs·spe·ku·la·ti·on <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Po·si·ti·ons·pa·pier ΟΥΣ ουδ ΠΟΛΙΤ
Bo·den·spe·ku·la·ti·on <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Spekulationsmotiv ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Spekulationsgewinn ΟΥΣ αρσ ΦΟΡΟΛ
Spekulationsfrist ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Spekulationsverlust ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Spekulationsgeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Spekulationssteuer ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Konsultationspapier ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Spekulationskasse ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Devisenspekulation ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Simulationsmodell ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Stimulation
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Isolationsklasse
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.