στο λεξικό PONS
Sti·mu·la·ti·on <-, -en> [ʃtimulaˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ τυπικ (sexuelle Reizung)
- Stimulation
- stimulation
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Stimulation
- Stimulation der Verkehrstätigkeit
- trip stimulation
- trip-stimulation
- Stimulation der Verkehrstätigkeit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.