στο λεξικό PONS
 
  
 PR-Fach·mann (-Fach·frau) <-[e]s, -männer [o. -leute]> [pe:ˈɛr-] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
-  PR-Fachmann (-Fach·frau)
-  PR specialist
PR-Ab·tei·lung [pe:ˈɛr-] ΟΥΣ θηλ
-  PR-Abteilung
-  PR department
 
  
 -  PR
-  PR <-> pl
-  PR
-  PR-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-  PR
-  PR θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
